• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: bob along, bob
Ο όρος 'bob along' παραπέμπει στον όρο 'bob'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'bob along' is cross-referenced with 'bob'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bob along vi + adv (float, move on water)επιπλέω ρ αμ
  κινούμαι στο νερό περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bob vi (go up and down)ανεβοκατεβαίνω ρ αμ
  κουνιέμαι πάνω κάτω περίφρ
 Ice cubes bobbed in the pitcher of lemonade.
bob,
bob along,
bob up and down
vi
used in compounds (move up and down: on water)σκαμπανεβάζω ρ αμ
 The toy boat bobbed along on the surface of the lake.
bob n (nod, tilt of the head)κούνημα ουσ ουδ
  νεύμα ουσ ουδ
  κίνηση, κλίση ουσ θηλ
 The bob of Howard's head confirmed that he wanted coffee.
 Το κούνημα του κεφαλιού του Μπομπ επιβεβαίωνε ότι εκείνος θέλει καφέ.
bob,
bob cut
n
(women's short haircut)καρέ ουσ ουδ άκλ
 Christine recently cut her long hair into a bob.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bob n informal, historical, invariable, UK (old British coin: shilling) (νόμισμα)σελίνι ουσ ουδ
 Oliver found two bob on the street.
bob n (curtsy)υπόκλιση ουσ θηλ
 The Queen found the little girl's bob adorable.
bob n (bobsled)έλκηθρο ουσ ουδ
 This athlete took gold in the bob at last year's Winter Olympics.
bob n (dangling object)αντικείμενο που κουνιέται
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The little boy flicked the bob on the grandfather clock with his finger.
 Το αγοράκι χτύπησε με το δάχτυλό του το κουνιστό πραγματάκι στο ρολόι του παππού.
bob vi (suddenly appear) (ξαφνικά)εμφανίζομαι ρ αμ
  (καθομ, μεταφορικά)πετάγομαι ρ αμ
 Sally's daughter abruptly bobbed into the room.
bob vi (ride a bobsled)κάνω έλκηθρο περίφρ
 When it snows, the children often beg to go bobbing.
bob for [sth] vi + prep (try to get hold of [sth](με τα δόντια)προσπαθώ να πιάσω κτ περίφρ
bob [sth] vtr (make [sth] move up and down)κάνω κτ να ανεβοκατεβαίνει, κάνω κτ να κινείται πάνω-κάτω περίφρ
  (σκάφος, βάρκα)κάνω κτ να σκαμπανεβάζει περίφρ
 The waves bobbed the small rowboat up and down.
bob [sth] vtr (head: nod or incline quickly)κουνάω, κουνώ ρ μ
 The old man bobbed his head in agreement.
bob [sth] vtr often passive (crop [sth] short)κουρεύω ρ μ
 The dog's tail had been bobbed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
bob | bob along
ΑγγλικάΕλληνικά
a few bob n UK, slang, dated (money: small sum) (καθομ: χρήματα)λίγα ψιλά, κάτι ψιλά επίθ + ουσ ουδ πλ
 I gave a few bob to the kid next door; he helped me wash the car.
a few bob n UK, slang (money: quite a lot)αρκετά χρήματα επίθ + ουσ ουδ πλ
  πολλά χρήματα επίθ + ουσ ουδ πλ
 That couple have a big house and a nice car; they must be worth a few bob.
bob for apples v expr (game)παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Children enjoy bobbing for apples as a party game.
bob up vi + adv (appear from underwater)αναδύομαι ρ αμ
  βγαίνω στην επιφάνεια περίφρ
plumb bob n (lead for plumb line)βαρίδιο του νήματος της στάθμης φρ ως ουσ ουδ
  (πιο απλά)βαρίδιο ουσ ουδ
  βαρίδι καθετότητας φρ ως ουσ ουδ
sleek bob n (women's short haircut)sleek bob καρέ, sleek bob κούρεμα περίφρ
  sleek bob ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bob along στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bob along».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!